αγρομίσθωση

αγρομίσθωση
η (Νομ.)
σύμβαση αμφοτεροβαρής ενοχικού δικαίου*, κατά την οποία ο εκμισθωτής αγροτικού κτήματος υποχρεούται να καταχωρήσει τούτο στον μισθωτή για χρήση και κάρπωση, σύμφωνα με τους όρους τής τακτικής εκμεταλλεύσεως, ο δε μισθωτής να τού καταβάλει ορισμένο τίμημα, το μίσθωμα* (ΑΚ 619).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”